- πολυεθνικός
- -ή, -ό, Ν [πολυεθνής]1. πολυεθνής2. φρ. «πολυεθνική επιχείρηση» ή «πολυεθνική εταιρεία» ή απλώς «πολυεθνική»(οικον.) εταιρεία με μεγάλο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα και έχει γραφεία, υποκαταστήματα και εργοστάσια όχι μόνο στη χώρα προέλευσής της αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, για τα οποία οι κύριες αποφάσεις και η στρατηγική λαμβάνονται από τη μητρική επιχείρηση και έχουν γενική ισχύ.
Dictionary of Greek. 2013.